κηδόσυνος

κηδόσυνος
κηδόσυνος
anxious
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια …   Dictionary of Greek

  • κηδοσύνωι — κηδοσύνῳ , κηδόσυνος anxious masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”